- λεοντίασις
- λεοντ-ίασις, εως, ἡ,A the early stage of ἐλεφαντίασις, Ruf. ap. Orib.45.27.2, Gal.14.757.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντίασιν — λεοντίασις the early stage of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
λεοντίαση — η (Α λεοντίασις) [λεοντιώ] ιατρ. υπερτροφία τού προσώπου, που αποκτά όψη λέοντος, το λεγόμενο λεόντειο προσωπείο … Dictionary of Greek